- γή-ποτος
γή-ποτος, von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γή-ποτος, von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτός — drunk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότος — drinking bout masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… … Dictionary of Greek
ποτός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ή, ό, Α 1. κατάλληλος για πόση, πόσιμος («ποτὸν ὕδωρ», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποτόν βλ. ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού … Dictionary of Greek
ποτούς — ποτός drunk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοι — πότος drinking bout masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοις — πότος drinking bout masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοισι — πότος drinking bout masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοισιν — πότος drinking bout masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότον — πότος drinking bout masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότους — πότος drinking bout masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)