κώφωμα, τό, Taubheit, Hippoer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώφωμα — κώφωμα, τὸ (Α) [κωφώ] κωφότητα, κουφαμάρα («κώφωμα ἐκ φρενίτιδος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
κώφωμα — deafness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)