κώταλος, ὁ, eine besondere Art Gesänge, Hedyl. bei Ath. IV, 176 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώταλος — κώταλος, ὁ (Α) ονομασία άσματος το οποίο συνοδευόταν από αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κώταλον — κώταλος a musical air masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)