- πυρ-άγρα
πυρ-άγρα, ἡ, Feuerzange; Il. 18, 477 Od. 3, 434; Cailim. Del. 144; Sp., wie Luc. D. D. 5, 4. 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-άγρα, ἡ, Feuerzange; Il. 18, 477 Od. 3, 434; Cailim. Del. 144; Sp., wie Luc. D. D. 5, 4. 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… … Dictionary of Greek
οστάγρα — η (Α ὀστάγρα) η οστεάγρα αρχ. 1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού 2. οστεοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυ άγρα, πυρ άγρα)] … Dictionary of Greek
οστεάγρα — η ιατρ. τύπος χειρουργικής λαβίδας για τη σύλληψη και συγκράτηση οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + άγρα (πρβλ. πυρ άγρα)] … Dictionary of Greek
σκοτεινάγρα — η, Ν 1. σκότος, σκοτάδι («από τσι γης το πρόσωπο η σκοτεινάγρα βγαίνει», Ερωτόκρ.) 2. σκοτεινός τόπος, μέρος που δεν φωτίζεται («στη σκοτεινάγρα κάθουντον», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + άγρα «κυνήγι» (πρβλ. πυρ άγρα)] … Dictionary of Greek
στυπάγρα — η, Ν (λόγιος τ.) μικρό αγκιστροειδές εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή βύσματος που φράζει σωλήνα ή για την εξαγωγή τού στυππείου κατά την απογέμιση τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο + άγρα (πρβλ. πυρ άγρα). Η λ.… … Dictionary of Greek
πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… … Dictionary of Greek