- πυρ-ά-φλεκτος
πυρ-ά-φλεκτος, vom Feuer nicht verbrannt, Suid., zweifelhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-ά-φλεκτος, vom Feuer nicht verbrannt, Suid., zweifelhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] … Dictionary of Greek