- εἰς-χέω
εἰς-χέω (s. χέω), eingießen; ἐςχέας γάλα Eur. Cycl. 389. – Med., gew. übertr., hineinströmen, hineinstürzen, ἐςέχυντο ἐς πόλιν Il. 21, 610, vgl. 12, 270, wie ἐςεχέοντο Her. 9, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-χέω (s. χέω), eingießen; ἐςχέας γάλα Eur. Cycl. 389. – Med., gew. übertr., hineinströmen, hineinstürzen, ἐςέχυντο ἐς πόλιν Il. 21, 610, vgl. 12, 270, wie ἐςεχέοντο Her. 9, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
προχέω — και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [χέω, χεύω] χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ. β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ. γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς… … Dictionary of Greek
συγχυσμός — ὁ, Α χύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῑς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυσμός (< θ. χυ τού χέω)] … Dictionary of Greek
υπερχέω — ΜΑ [χέω] 1. κατακλύζω («τὸ ὕδωρ ἄνω ὑπερέχεε», Δοσίθ.) 2. (το παθ.) ὑπερχέομαι α) υπερχειλίζω, πλημμυρίζω (α. «ὑπερχεῑται ὁ ποταμός», Πλούτ. β. «οἶνος ὑπὲρ τὸ ἀγγεῑον ὑπερεχύθη», Δίων Κάσσ.) β) διασκορπίζομαι (α. «τρίχες τῶν ἀκρωμίδων… … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek