- εἰς-χειρίζω
εἰς-χειρίζω, einhändigen, τινί τι, aor., Soph. O. R. 384.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-χειρίζω, einhändigen, τινί τι, aor., Soph. O. R. 384.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χείριξις — ίξεως, ἡ, Α [χειρίζω] 1. χειρουργική επέμβαση 2. διαχείριση («... εἰς τὴν χείριξιν τοῡ ἀργυρίου», επιγρ.) … Dictionary of Greek