γᾱρύω

γᾱρύω

γᾱρύω, dor. = γηρύω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαρύω — γᾱρύω , γηρύω sing pres subj act 1st sg (doric) γᾱρύω , γηρύω sing pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηρύω — και γαρύω (Α) [γήρυς, γάρυς] 1. τραγουδώ, ψάλλω 2. λέγω, μιλώ 3. τραγουδώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι 4. «γηρύομαί τινι» διαγωνίζομαι στο τραγούδι μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”