- εἰρύσιμον
εἰρύσιμον, τό, p. = ἐρύσιμον, Nic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρύσιμον, τό, p. = ἐρύσιμον, Nic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρύσιμον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek