- εἰρωνικός
εἰρωνικός, ironisch; μιμητής Plat. Soph. 268 a; τὸ εἰρωνικόν, Heuchelei, Legg. X, 908 e. – Adv., Ar. Vesp. 174; λέγειν, Plat. Conv. 218 d u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρωνικός, ironisch; μιμητής Plat. Soph. 268 a; τὸ εἰρωνικόν, Heuchelei, Legg. X, 908 e. – Adv., Ar. Vesp. 174; λέγειν, Plat. Conv. 218 d u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρωνικός — dissembling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνικός — ή, ό (AM εἰρωνικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που λέγεται για ειρωνεία, περιπαικτικός αρχ. προσποιητός … Dictionary of Greek
ειρωνικός — ή, ό επίρρ. ά που περιέχει ειρωνεία, που λέγεται ή γίνεται για ειρωνεία, χλευαστικός: Ειρωνικό μειδίαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρωνικά — εἰρωνικός dissembling neut nom/voc/acc pl εἰρωνικά̱ , εἰρωνικός dissembling fem nom/voc/acc dual εἰρωνικά̱ , εἰρωνικός dissembling fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνικώτερον — εἰρωνικός dissembling adverbial comp εἰρωνικός dissembling masc acc comp sg εἰρωνικός dissembling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνικόν — εἰρωνικός dissembling masc acc sg εἰρωνικός dissembling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνικοῖς — εἰρωνικός dissembling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνικοί — εἰρωνικός dissembling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνικοῦ — εἰρωνικός dissembling masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνικῆς — εἰρωνικός dissembling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνική — εἰρωνικός dissembling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)