ειρωνεύομαι — ειρωνεύομαι, ειρωνεύτηκα και ειρωνεύθηκα βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εἰρωνεύομαι — feign ignorance pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνεύομαι — (AM εἰρωνεύομαι) 1. κοροϊδεύω με λεπτότητα, υπόκριση ή υπαινιγμούς 2. λέω κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον αρχ. 1. προσποιούμαι άγνοια, υποκρίνομαι με σκοπό να αποκαλύψω το σφάλμα κάποιου 2. διηγούμαι… … Dictionary of Greek
ειρωνεύομαι — ειρωνεύτηκα, μτβ. 1. μιλάω ειρωνικά, χλευάζω, κοροϊδεύω, πειράζω. 2. συζητώντας προσποιούμαι άγνοια του θέματος ή λέω το αντίθετο από ό,τι πιστεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρωνεύεσθε — εἰρωνεύομαι feign ignorance pres imperat mp 2nd pl εἰρωνεύομαι feign ignorance pres ind mp 2nd pl εἰρωνεύομαι feign ignorance imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευομένων — εἰρωνεύομαι feign ignorance pres part mp fem gen pl εἰρωνεύομαι feign ignorance pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευσάμενον — εἰρωνεύομαι feign ignorance aor part mp masc acc sg εἰρωνεύομαι feign ignorance aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευσόμεθα — εἰρωνεύομαι feign ignorance aor subj mp 1st pl (epic) εἰρωνεύομαι feign ignorance fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευόμενον — εἰρωνεύομαι feign ignorance pres part mp masc acc sg εἰρωνεύομαι feign ignorance pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνεύου — εἰρωνεύομαι feign ignorance pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) εἰρωνεύομαι feign ignorance imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνεύσεται — εἰρωνεύομαι feign ignorance aor subj mp 3rd sg (epic) εἰρωνεύομαι feign ignorance fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)