- εἰρωτάω
εἰρωτάω, ep. u. ion. = ἐρωτάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρωτάω, ep. u. ion. = ἐρωτάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… … Dictionary of Greek
ereu-1 — ereu 1 English meaning: to seek, ask Deutsche Übersetzung: “nachsuchen, forschen, fragen” Material: Gk. *ἔρευμι, *ἔρυμεν, thematic become: ἐρέ[F]ω, ἐρέ[F]ομαι (Eol. ἐρεύω) and εἴρομαι (ἔρFομαι) “ask, search, seek”, Cret. ἐρευταί “ … Proto-Indo-European etymological dictionary