κώρυκος

κώρυκος

κώρυκος, , 1) ein lederner Sack, bes. Beutel zu Lebensmitteln, Brot u. Mehl bei Seefahrten; ἐν δὲ καὶ ἤϊα κωρύκῳ Od. 5, 267, vgl. 9, 213; vgl. Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Nach Hesych. auch ein lederner Köcher, wie γωρυτός. – 2) in den Gymnasien ein großer lederner Sack mit Feigenkörnern, κεγχραμίδες, Mehl od. Sand gefüllt, der von der Decke herabhing u. von den Athleten mit den Händen gefaßt u. hin u. her geschwungen wurde, sp. Medic.; vgl. Timocl. Ath. VI, 246 f. vgl. XV, 668 f; Luc. Lex. 5; dah. sprichwörtlich πρὸς κώρυκον γυμνάζεσϑαι, nach Diogen. 7, 54 ἐπὶ τῶν διακενῆς μοχϑούντων. – 3) macedonisch auch eine Muschelart, τραχεῖαι κόγχαι, Ath. III, 87 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κώρυκος — spying out masc nom sg Κώρυκος spying out masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώρυκος — spying out masc nom sg κώρυκος leathern sack masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώρυκος — I Βουνό της ομώνυμης, μέχρι τον 15ο αι., χερσονήσου, της σημερινής Γραμβούσας, το οποίο εισχωρούσε μέσα στη θάλασσα, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα. Ο Πτολεμαίος το ονομάζει «Κώρυκος άκρα» και ο Στέφανος… …   Dictionary of Greek

  • Κωρύκων — Κώρυκος spying out fem gen pl Κώρυκος spying out masc/neut gen pl Κώρυκος spying out masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώρυκον — Κώρυκος spying out masc acc sg Κώρυκος spying out neut nom/voc/acc sg Κώρυκος spying out masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρύκοις — Κώρυκος spying out masc/neut dat pl Κώρυκος spying out masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρύκοις — Κώρυκος spying out masc dat pl κώρυκος leathern sack masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρύκου — Κώρυκος spying out masc/neut gen sg Κώρυκος spying out masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρύκου — Κώρυκος spying out masc gen sg κώρυκος leathern sack masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρύκους — Κώρυκος spying out masc acc pl Κώρυκος spying out masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωρύκους — Κώρυκος spying out masc acc pl κώρυκος leathern sack masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”