- εὖθυ-γένειος
εὖθυ-γένειος, mit gerade vorstehendem Kinn, Polem. Physiogn. 2, 13; vgl. Adam. 2, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖθυ-γένειος, mit gerade vorstehendem Kinn, Polem. Physiogn. 2, 13; vgl. Adam. 2, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιγένειος — ἡμιγένειος, ον (Α) (για νεανία) αυτός που δεν έχει ακόμη όλα τα γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενειος (< γένειον < γένυς), πρβλ. ευθυ γένειος, πρωτο γένειος] … Dictionary of Greek