εὖθυ-τενής

εὖθυ-τενής

εὖθυ-τενής, ές, gerade gespannt, gerade, Ael. H. A. 4, 34; Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • ευθυτενής — ές (ΑΜ εὐθυτενής, ές) ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῡς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή») αρχ. μσν. δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τενής (< θ. τεν πρβλ. τείνω < *τέν jω), πρβλ. εκ τενής, σχοινο… …   Dictionary of Greek

  • ευρυτενής — εὐρυτενής, ές (Α) αυτός που εκτείνεται μακριά, που έχει μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τενής (< τείνω), πρβλ. δια τενής, ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • ευτενής — εὐτενής, ές (Α) 1. εύτονος* (πιθ. αντί τού εὐγενής στον Θεόφρ.) 2. (για πέτρες) επιγρ. τετραγωνισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. εκ τενής, ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιτενής — ἠλιτενής, ές (Α) ο ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι (βλ. λ. ηλίβατος) + τενής (< *τενος, το < τείνω), πρβλ. εκ τενής, ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • ιθυτενής — ἰθυτενής, ές (Α) 1. ευθυτενής, ευθύς 2. όρθιος, κάθετος. επίρρ... ἰθυτενῶς (Μ) κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τενης (< *τένος, το < τείνω), πρβλ. αλι τενής, ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • ισοτενής — ἰσοτενής, ές (ΑΜ) ισόπεδος, επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τενής (< αμάρτυρο *τένος < τείνω), πρβλ. αλι τενής, ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • λοξοτενής — λοξοτενής, ές (Α) αυτός που εκτείνεται λοξά, αυτός που έχει πλάγια διεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τενής (< τείνω), πρβλ. ευθυ τενής, νευρο τενής] …   Dictionary of Greek

  • μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • οξυτενής — ὀξυτενής, ές (Α) μυτερός, σουβλερός, με οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • ορθοτενής — ές (Α ὀρθοτενής, ές) αυτός που στέκεται όρθιος και ίσιος, ευθυτενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τενής (< τείνω), πρβλ. ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”