- εὖ-ανά-τμητος
εὖ-ανά-τμητος, leicht zu zerschneiden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-ανά-τμητος, leicht zu zerschneiden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευανάτμητος — εὐανάτμητος, ον (Α) αυτός που ανατέμνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα τμητος (< ανατέμνω)] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek