- εὖ-ανά-στροφος
εὖ-ανά-στροφος, umgänglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-ανά-στροφος, umgänglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευανάστροφος — εὐανάστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται εύκολα πίσω, άστατος, επιπόλαιος 2. φιλύποπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα στροφος (< ανα στρέφω)] … Dictionary of Greek