- εὖ-σκέδαστος
εὖ-σκέδαστος, leicht zu zerstreuen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-σκέδαστος, leicht zu zerstreuen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεδαστός — that may be scattered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστός — ή, ό / σκεδαστός, ή, όν, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι … Dictionary of Greek
σκεδαστόν — σκεδαστός that may be scattered masc acc sg σκεδαστός that may be scattered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστοτάτῳ — σκεδαστός that may be scattered masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστοῖς — σκεδαστός that may be scattered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστῆς — σκεδαστός that may be scattered fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστή — σκεδαστός that may be scattered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδαστά — σκεδαστά̱ , σκεδαστής scatterer masc nom/voc/acc dual σκεδαστής scatterer masc voc sg σκεδαστής scatterer masc nom sg (epic) σκεδαστός that may be scattered neut nom/voc/acc pl σκεδαστά̱ , σκεδαστός that may be scattered fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκέδαστος — ἀσκέδαστος, ον (AM) αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να διασκορπιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκεδαστός < σκεδάννυμι] … Dictionary of Greek
ευσκέδαστος — εὐσκέδαστος, ον (Α) αυτός που σκορπίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεδαστός (< σκεδάννυμι «διασκορπίζω»)] … Dictionary of Greek
ՑՐՈՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0919 Chronological Sequence: Unknown date, 13c ա. σκεδαστός dissipatus. Ցրուած. սփռեալ. քայքայեալ. տարտըղնած. ... *Յորժամ մերձենայ՝ որ գոյացութիւն ունիցի ցրուական. Պղատ. տիմ.: *Լոյս ցրուական եւ տարած եւ ճապաղ ունէր գնացս: Կարկառն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)