εὖ-σκεπής

εὖ-σκεπής

εὖ-σκεπής, ές, dasselbe, Theophr., von Orten, die gegen den Wind geschützt sind, τῶν ἔξω πνευμάτων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκεπῆς — σκεπάω cover pres ind act 2nd sg (doric) σκεπάω cover pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) σκεπάζω cover fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπης — σκέπη covering fem gen sg (attic epic ionic) σκέπτομαι look aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) σκεπάω cover pres ind act 2nd sg σκεπάω cover imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγίας Σκέπης, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Άγιο Στέφανο της Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1945. 2. Ανδρικό μοναστήρι στην Κερατέα της Αττικής. Ιδρύθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • ευσκεπής — εὐσκεπής, ές (Α) ευσκέπαστος («τοὺς εὐσκεπεῑς καὶ εὐηλίους [τόπους]», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπής (< σκέπη), πρβλ. α σκεπής, περι σκεπής] …   Dictionary of Greek

  • θεοσκεπής — ές (Μ θεοσκεπής, ές) αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμο σκεπής, α σκεπής] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοσκεπής — ές, Ν καλυμμένος με πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. νεφο σκεπής, υαλο σκεπής] …   Dictionary of Greek

  • χιονοσκεπής — ές, Ν χιονοσκέπαστος, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο σκεπής, νεφελο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους] …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • νεφελοσκεπής — ές σκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. θεο σκεπής] …   Dictionary of Greek

  • νεφοσκεπής — ές (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • οθονοσκεπής — ὀθονοσκεπής, ές (Μ) σκεπασμένος με λεπτό λινό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο σκεπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”