- εὖσα
εὖσα, = οὖσα, von εἰμί, dor., Theocr. 2, 76. 5, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖσα, = οὖσα, von εἰμί, dor., Theocr. 2, 76. 5, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύσα — εὖσα, ἡ (Α) (δωρ. τ. μτχ. ενεστ. θηλ. τού ρ. εἰμί) οὖσα … Dictionary of Greek
αλιεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος. 1. ψαρεύω ψάρια ή άλλα θαλασσινά είδη: Τα ψαριά αλιεύονται όχι μονάχα κοντά στις ακτές, αλλά και στους ωκεανούς. 2. μτφ., αναζητώ με ζήλο, μαζεύω: Αλιεύει γλωσσικά μαργαριτάρια στις εφημερίδες και τα περιοδικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμνηστεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, δίνω αμνηστία σε κάποιον για ένα αδίκημα που έκαμε: Η Πολιτεία αμνήστευσε ορισμένα αδικήματα που έγιναν στην Κατοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγορεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, ανακηρύσσω δημόσια: Χθες ο Β αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδημοσιεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, επαναλαμβάνω τη δημοσίευση χωρίς αλλαγές: Η είδηση αναδημοσιεύτηκε και στις απογευματινές εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναχωνεύω — ευσα, εύτηκα, εμένος, λιώνω μέταλλα, ανασυνθέτω: Για να αναχωνευτούν τα μέταλλα απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρακεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. φτιάχνω ξυλοκάρβουνο: Τους απαγόρεψαν να ανθρακεύουν στο δάσος του χωριού. 2. προμηθεύομαι γαιάνθρακες για την κίνηση πλοίου ή σιδηρόδρομου: Ανθράκευσαν στη Νεάπολη και κατόπι συνέχισαν το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιχνεύω — ευσα, ψάχνω παρακολουθώντας τα ίχνη, ερευνώ προσεχτικά: Προσπαθούσε να ανιχνεύσει στα σπλάχνα του θύματος το δηλητήριο που είχε προκαλέσει το θάνατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπροσωπεύω — ευσα, εύτηκα, είμαι αντιπρόσωπος κάποιου: Στη διάσκεψη για το δίκαιο των θαλασσών την Ελλάδα θα αντιπροσωπεύσει ο υπουργός των εξωτερικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθεραπεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος, συμπληρώνω τη θεραπεία: Για να αποθεραπευτεί, πρέπει να μείνει μερικές ακόμη εβδομάδες στην κλινική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομνημονεύω — ευσα και εψα 1. διατηρώ στη μνήμη μου: Στη διάρκεια του Αγώνα απομνημόνευε τα γεγονότα, για να τα αφηγηθεί με τρόπο μοναδικό αργότερα. 2. αποστηθίζω: Απομνημόνευε κομμάτια από διάφορα βιβλία, για να τα ξεφουρνίσει την κατάλληλη στιγμή και να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)