- εὖ-περί-φωρος
εὖ-περί-φωρος, leicht zu entdecken, Plut. inst. lac. p. 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-περί-φωρος, leicht zu entdecken, Plut. inst. lac. p. 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
περίφωρος — ον, Α αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωρος (< φώρ, ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό φωρος, κατά φωρος] … Dictionary of Greek
ευπερίφωρος — εὐπερίφωρος, ον (Α) αυτός που φανερώνεται, εύκολα, που αποκαλύπτεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί φωρος «αποκαλυπτόμενος»] … Dictionary of Greek