- εὖ-περί-στροφος
εὖ-περί-στροφος, dasselbe, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-περί-στροφος, dasselbe, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίστροφος — εὐπερίστροφος, ον (Μ) 1. αυτός που κάνει πολλές περιστροφές, που περιστρέφεται εύκολα, ο ευέλικτος, ο ευκίνητος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπερίστροφον η ευελιξία, η ευλυγισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στροφος (< περι στρέφω)] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek