- εὕρεμα
εὕρεμα, τό, Fund, Sp. für das att. εὕρημα, von den Atticisten verworfen, s. Lob. zu Phryn. p. 445 sequ.; Diosc. 17 (VII, 411); D. Hal. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὕρεμα, τό, Fund, Sp. für das att. εὕρημα, von den Atticisten verworfen, s. Lob. zu Phryn. p. 445 sequ.; Diosc. 17 (VII, 411); D. Hal. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὕρεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρεμα — το βλ. εύρημα … Dictionary of Greek
εὕρεμ' — εὕρεμα , εὕρεμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεμάτων — εὕρεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέμασι — εὕρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέμασιν — εὕρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέματα — εὕρεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέματος — εὕρεμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
καθεύρεμα — καθεύρεμα, τὸ (Α) εφεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθευρίσκω. Το β συνθετικό εύρεμα είναι μετγν. τ. τού ρηματ. παρ. εὕρημα] … Dictionary of Greek