- εὕρετρον
εὕρετρον, τό, das Finderlohn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὕρετρον, τό, das Finderlohn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύρετρα — τα (ΑΜ εὕρετρα, τὰ και σπαν. εν. εὕρετρον, τὸ) η αμοιβή που καταβάλλεται σε κάποιον ο οποίος βρήκε κάτι από αυτόν που τό είχε χάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρε (τού ευρίσκω) + κατάλ. τρα (πρβλ. δίδακ τρα, εξέτασ τρα)] … Dictionary of Greek