ένθρυπτος — ἔνθρυπτος, ον (Α) [θρυπτός] 1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔνθρυπτος επίθ. τού Απόλλωνος στην Αθήνα … Dictionary of Greek
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek
εύθρυπτος — η, ο (ΑΜ εὔθρυπτος, ον) αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.) 2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα αρχ. 1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ … Dictionary of Greek
κρανιοθρυψία — η ιατρ. σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για εξαγωγή του από τη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioclasie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + clasie (< κλάσις < κλώ «σπάζω»). Το β συνθετικό αποδόθηκε στην… … Dictionary of Greek
οινόθρυπτος — οἰνόθρυπτος και δ. γρφ. αἰνόθρυπτος, ον (Α) αυτός που έχει εκθηλυνθεί ή έχει αδύνατο το σώμα από το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, κομματιάζω»)] … Dictionary of Greek
πολύθρυπτος — ον, Μ 1. πολύ συντετριμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύθρυπτον η μεγάλη συντριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρυπτός (< θρύπτω «τρίβω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek