εύοπλος — (I) εὔοπλος, ον (Α) 1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.) 2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.) 3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ημίοπλος — ἡμίοπλος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπλος (< όπλον), πρβλ. ά οπλος, έν οπλος] … Dictionary of Greek
κεραύνοπλος — κεραύνοπλος, ον (Α) οπλισμένος με κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ αυχέν οπλος, πάν οπλος] … Dictionary of Greek
πολύοπλος — ον, Α αυτός που έχει πολλά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οπλος (< όπλον), πρβλ. ά οπλος, φίλ οπλος] … Dictionary of Greek
ρίψοπλος — ον, Α αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέρ οπλος, χρύσ οπλος] … Dictionary of Greek
χαλκέοπλος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο) (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ οπλος, ῥίψ οπλος] … Dictionary of Greek
пазногъть — ПАЗНОГЪТ|Ь (3*), И с. Копыто: годѣ бѹдеть б҃ви паче тельца ѹ||на. рогы издѣюща и пазъногъти. СбЯр XIII2, 10–10 об.; закалаимы не млады(х) телець ни овенъ. рогы издѣюща и пазногти. (ὁπλος) ГБ к. XIV, 71в; пожрѣ(м) б҃у не по закону приносимы˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σύνοπλος — ον, Α σύμμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν οπλος] … Dictionary of Greek
υπέροπλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του 2. (κατ επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος 3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.) 4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός 5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος 6. φρ … Dictionary of Greek
φέροπλος — ον, Α αυτός που έχει όπλα, οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ῥίψ οπλος] … Dictionary of Greek
φίλοπλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ οπλος] … Dictionary of Greek