εὔ-οπλος

εὔ-οπλος

εὔ-οπλος, 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; λόχος Xen. Hell. 4, 2, 5; πόλις Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύοπλος — (I) εὔοπλος, ον (Α) 1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.) 2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.) 3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ημίοπλος — ἡμίοπλος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπλος (< όπλον), πρβλ. ά οπλος, έν οπλος] …   Dictionary of Greek

  • κεραύνοπλος — κεραύνοπλος, ον (Α) οπλισμένος με κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ αυχέν οπλος, πάν οπλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύοπλος — ον, Α αυτός που έχει πολλά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οπλος (< όπλον), πρβλ. ά οπλος, φίλ οπλος] …   Dictionary of Greek

  • ρίψοπλος — ον, Α αυτός που κάνει τους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα («ἀνδρολέτειραν... ῥίψοπλον ἄταν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. φέρ οπλος, χρύσ οπλος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκέοπλος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο) (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ οπλος, ῥίψ οπλος] …   Dictionary of Greek

  • пазногъть — ПАЗНОГЪТ|Ь (3*), И с. Копыто: годѣ бѹдеть б҃ви паче тельца ѹ||на. рогы издѣюща и пазъногъти. СбЯр XIII2, 10–10 об.; закалаимы не млады(х) телець ни овенъ. рогы издѣюща и пазногти. (ὁπλος) ГБ к. XIV, 71в; пожрѣ(м) б҃у не по закону приносимы˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σύνοπλος — ον, Α σύμμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν οπλος] …   Dictionary of Greek

  • υπέροπλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του 2. (κατ επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος 3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.) 4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός 5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος 6. φρ …   Dictionary of Greek

  • φέροπλος — ον, Α αυτός που έχει όπλα, οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ῥίψ οπλος] …   Dictionary of Greek

  • φίλοπλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ οπλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”