- εὔ-μικτος
εὔ-μικτος, umgänglich, gesellig, Themist.; ὁδός, viel betreten, Poll. 3, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-μικτος, umgänglich, gesellig, Themist.; ὁδός, viel betreten, Poll. 3, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικτός — mixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… … Dictionary of Greek
μικτός — ή, ό βλ. μεικτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μεικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μεικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτῶν — μικτός mixed fem gen pl μικτός mixed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτόν — μικτός mixed masc acc sg μικτός mixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτῶν — μικτός mixed fem gen pl μικτός mixed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτόν — μικτός mixed masc acc sg μικτός mixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτοῖς — μικτός mixed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτοῦ — μικτός mixed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)