εὔνια

εὔνια

εὔνια, τά, das Lager, Bett, App. Civ. 5, 117; Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύνια — εὔνια, τὰ (Α) [ευνή] κλίνες, κρεβάτια, στρώματα («ἐξ εὐνίων ἀναπηδᾱν», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • σκληρευνία — και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ευνία (< εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ ευνία] …   Dictionary of Greek

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • μαλθακευνία — μαλθακευνία, ἡ (Α) μαλακό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + ευνία (< ευνος < εὐνή «κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”