- εὔ-κλειστος
εὔ-κλειστος, wohl verschlossen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-κλειστος, wohl verschlossen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεϊστός — κλεϊστός, ή, όν (Α) [κλεΐζω] φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος … Dictionary of Greek
κλειστός — that can be shut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… … Dictionary of Greek
κλειστός, -ή — ό επίρρ. ά 1. κλεισμένος: Η πόρτα είναι κλειστή. 2. αυτός που δεν εργάζεται ή δε λειτουργεί: Τα μαγαζιά είναι κλειστά σήμερα. 3. «με κλειστά τα μάτια», με απόλυτη εμπιστοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληιστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl (attic) κληιστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual (attic) κληιστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κληϊστά , κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῃστόν — κλειστός that can be shut masc acc sg (attic) κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg (attic) κληϊστόν , κλειστός that can be shut masc acc sg (epic ionic) κληϊστόν , κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστῶν — κλειστός that can be shut fem gen pl κλειστός that can be shut masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστόν — κλειστός that can be shut masc acc sg κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληισταί — κλειστός that can be shut fem nom/voc pl (attic) κληϊσταί , κλειστός that can be shut fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληιστήν — κλειστός that can be shut fem acc sg (attic epic ionic) κληϊστήν , κλειστός that can be shut fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)