- εὔ-ελκτος
εὔ-ελκτος, leicht einzuziehen, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-ελκτος, leicht einzuziehen, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελκτός — ἑλκτός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να ελκυσθεί … Dictionary of Greek
ἑλκτός — that can be drawn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκτά — ἑλκτός that can be drawn neut nom/voc/acc pl ἑλκτά̱ , ἑλκτός that can be drawn fem nom/voc/acc dual ἑλκτά̱ , ἑλκτός that can be drawn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκτῶν — ἑλκτός that can be drawn fem gen pl ἑλκτός that can be drawn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκτόν — ἑλκτός that can be drawn masc acc sg ἑλκτός that can be drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκτοῦ — ἑλκτός that can be drawn masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνελκτος — ἄνελκτος, ον (Α) (για υλικά σώματα) εκείνος που δεν μπορεί να εκταθεί με έλξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελκτός («αυτός που μπορεί να ελκυστεί») < έλκω] … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
ανελκτός — ἀνελκτός, ή, όν (Α) 1. ο ανασηκωμένος προς τα πάνω 2. «ἀνελκταῑς ὀφρῡσιν» με τα φρύδια υπερήφανα ανασηκωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελκτός < έλκω] … Dictionary of Greek
εύελκτος — εὔελκτος, ον (Α) αυτός που έλκεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκτός (έλκω)] … Dictionary of Greek
καθελκτικός — καθελκτικός, ή, όν (Μ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καθελκύσει, να τραβήξει προς τα κάτω, να καταρρίψει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκτικός (< ἑλκτός < ἕλκω)] … Dictionary of Greek