εὔ-κερως

εὔ-κερως

εὔ-κερως, ωτος, wohl gehörnt, ἄγρα Soph. Ai. 64. 290, beidemal im accus., s. ἠΰκ. u. εὐκέραος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέρως — κέρας Aër. neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίκερως — ο, η (Α καλλίκερως) αυτός που έχει ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. ολιγό κερως ορθό κερως] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόκερως — κολοβόκερως, ω (Α) κολοβοκέρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. μελάγ κερως, πλατύ κερως] …   Dictionary of Greek

  • μηλόκερως — και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει κέρατα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κερος και κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγό κερως, μονό κερως] …   Dictionary of Greek

  • ετερόκερος — η, ο και ετερόκερως, ων 1. αυτός που έχει κέρατα ανόμοια μεταξύ τους 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόκερος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κερος ή κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

  • ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

  • ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

  • εύκερως — ων (Α εὔκερως, ων και ασυναίρ. εὐκέραος, ον, μτγν. τ. εὐκεράως, ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος) νεοελλ. ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ωραία κέρατα. επίρρ... εὐκεράως (Α) με ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μελάγκερως — μελάγκερως, ων (Α) αυτός που έχει μαύρα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κερως (< κέρας), πρβλ. μεγά κερως, μονό κερως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”