εὔ-γνωστος

εὔ-γνωστος

εὔ-γνωστος, wohlbekannt, Eur. Or. 1394; Aesch. 1, 189; leicht zu erkennen, offenbar, Soph. Ai. 690; Plat. Soph. 218 e; καὶ εὐμαϑής Xen. Oec. 20, 14; Sp. Als v. l. auch εὔγνωτος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γνωστός — known masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …   Dictionary of Greek

  • γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστότατον — γνωστός known masc acc superl sg γνωστός known neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ …   Dictionary of Greek

  • Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

  • γνωσταί — γνωστός known fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστοῖο — γνωστός known masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστοῖς — γνωστός known masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”