εὔ-εψος

εὔ-εψος

εὔ-εψος, compar. εὐεψότερος, f. l. in Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολλεψός — κολλεψός, ὁ (Α) αυτός που παρασκεύαζε κόλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λιν εψός, χυτρ εψός] …   Dictionary of Greek

  • μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… …   Dictionary of Greek

  • φακεψός — και φακηψός, ὁ, Α αυτός που βράζει φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός «έδεσμα από φακές» + εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. χυτρ εψός] …   Dictionary of Greek

  • χυτρεψός — ὁ, Α άτομο που μαγειρεύει σε χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. φακ εψός] …   Dictionary of Greek

  • υαλοψός — και ὑελεψός, ὁ, ΜΑ, και ὑελοψός και ὑελλοψός και ὑελοεψός Α τεχνίτης που παρασκευάζει την ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + οψός / εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”