εὔ-ιχθυς

εὔ-ιχθυς

εὔ-ιχθυς, υ, fischreich, Ῥόδος Ath. VIII, 360 d; ϑάλαττα D. Sic. 11, 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰχθῦς — ἰχθύς masc acc pl ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθῦς — Ἰχθύς masc acc pl Ἰχθύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. — ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. См. В море воды довольно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. — ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. См. Рыба начинает портиться с головы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

  • Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιχθύς, Ιπτάμενος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δοράδα, στην Τράπεζα, στον Χαμαιλέοντα, στην Τρόπιδα και στον Οκρίβαντα. Διεθνώς ονομάζεται Volans και συμβολίζεται Vol …   Dictionary of Greek

  • Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • ιχθύς — ο ύος 1. ζώο σπονδυλωτό, υδρόβιο, που αναπνέει με βράγχια, ψάρι. 2. στον πληθ., Iχθύες αστερισμός του ζωδιακού κύκλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰχθύες — ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”