εὔ-φθαρτος

εὔ-φθαρτος

εὔ-φθαρτος, leicht zu verderben, leicht zerstörbar, Arist. coel. 1, 11; καὶ ὀλιγοχρόνιον φῦλον Pol. 2, 35, s; hinfällig, M. Anton. 2, 12; leicht zu verdauen, Diphil. bei Ath. II, 68 f; Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθαρτός — destructible masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτός — ή, ό / φθαρτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φθαρτός (ανατ. φυσιολ.) η λειτουργική στιβάδα τού ενδομητρίου, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση τών ωοθηκικών ορμονών στην… …   Dictionary of Greek

  • φθαρτός — ή, ό αυτός που μπορεί να φθαρεί (να καταστραφεί), αυτός που έχει μέσα του στοιχεία φθοράς: Το σώμα του ανθρώπου είναι φθαρτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθαρτά — φθαρτός destructible neut nom/voc/acc pl φθαρτά̱ , φθαρτός destructible fem nom/voc/acc dual φθαρτά̱ , φθαρτός destructible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτότερον — φθαρτός destructible adverbial comp φθαρτός destructible masc acc comp sg φθαρτός destructible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτῶν — φθαρτός destructible fem gen pl φθαρτός destructible masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτόν — φθαρτός destructible masc acc sg φθαρτός destructible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρταῖς — φθαρτός destructible fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρταί — φθαρτός destructible fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτοῖς — φθαρτός destructible masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτοί — φθαρτός destructible masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”