εὔ-φορος

εὔ-φορος

εὔ-φορος, 1) leicht zu tragen, πόνοι Pind. N. 10, 24; τὰ ὅπλα ὡς ἂν εὐφορώτατα εἴη Xen. Cyr. 2, 3, 14; Folgde, wie Arr. An. 6, 29, 9 πύελον εὔογκον καὶ ταύτῃ εὔφορον. – 2) leicht tragend; vom Körper, gewandt, Xen. Conv. 2, 16; vom Winde, gut dahintragend, leicht bewegend, Hell. 6, 2, 27; vom Lande, viel hervorbringend, fruchtbar, ergiebig, τὸν ἀγρὸν εὔφορον ποιεῖν καὶ εὔκαρπον Plut. de ad. et amic. discr. 23; a. Sp., auch φυτά, Arist. H. A. 4, 11; aber 6, 21 ein Körper, der sich gut hält, gesund; εὔφορος εἰς πυροῦ γεωργίαν, für den Weizenbau, Schol. Ar. Equ. 262; πόλι ς εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν, reich an Männertugend, D. Hal. rhet. 3, 3; νοσήματα, die sich leicht verbreiten, Luc. abd. 27; auch πρὸς ἡδονάς, geneigt dazu, Longin. 44, 1. – Ein unregelmäßiger compar. εὐφορέστερος findet sich bei Aret. – Adv., εὐφόρως ἔχειν πρὸς τὰ κρύη, gut ertragen können, Plut. Symp. 3, 4, 2; anders τῆς γλώσσης εὐφόρως εἶχε, er hatte eine geläufige Zunge, Philostr. V. Soph. 23, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορός — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — that which is brought in by way of payment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — I (λ. λατ.), το φόρο (βλ. λ.). II 1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνει ο πολίτης για το κράτος ή για διάφορα νομικά πρόσωπα: Έμμεσοι φόροι. – Ο φόρος της δεκάτης. 2. χρηματικό ποσό που πληρώνει ημιανεξάρτητη χώρα στον κυρίαρχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναρ(σ)φόρος — ἐναρ(σ)φόρος, ον (Α) εναρηφόρος* …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)φόρος — η ου, το διάζωμα των αρχαίων ναών που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο και που κοσμείται με ανάλογες μορφές ζώων και ανθρώπων: Η ζωφόρος του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… …   Dictionary of Greek

  • φορόν — φορός bearing masc/fem acc sg φορός bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορώτατον — φορός bearing masc acc superl sg φορός bearing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”