- εὔ-τροπις
εὔ-τροπις, ιδος, Erkl. von εὔστειρος, mit gutem Schiffskiel, Schol. Ap. Rh. 1, 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-τροπις, ιδος, Erkl. von εὔστειρος, mit gutem Schiffskiel, Schol. Ap. Rh. 1, 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρόπις — τρόπῑς , τρόπις ship s keel fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τρόπις ship s keel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπις — Δομικό στοιχείο του πλοίου, τοποθετημένο κατά μήκος του κατώτερου σημείου του πλοίου, του οποίου αποτελεί ένα είδος σπονδυλικής στήλης. Στα ξύλινα πλοία, η τ. αποτελείται από μια ισχυρή δοκό στερεά συνδεδεμένη με το κοράκι της πλώρης και με το… … Dictionary of Greek
τρόπει — τρόπις ship s keel fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρόπεϊ , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic) τρόπις ship s keel fem dat sg (attic ionic) τροπέω turn pres imperat act 2nd sg (attic epic) τροπέω turn imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπεις — τρόπις ship s keel fem nom/voc pl (attic epic) τρόπις ship s keel fem nom/acc pl (attic) τροπέω turn imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπι — τρόπις ship s keel fem voc sg τρόπῑ , τρόπις ship s keel fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπης — τρόπις ship s keel fem nom/voc pl (doric aeolic) τροπέω turn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπιν — τρόπις ship s keel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπιος — τρόπις ship s keel fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπίδιον — τὸ, Α [τρόπις, ιδος) 1. υποκορ. τού τρόπις* 2. στον πληθ. τὰ τροπίδια (κατά τον Φώτ.) «τὰ εἰς τρόπον νεὼς εὐθετοῡντα ξύλα μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινὸς καὶ ἀρχῆς πράγματος καὶ ὁ τόπος ἐφ οὗ τίθεται ἡ τρόπις» … Dictionary of Greek
τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей