εὔ-τριψ

εὔ-τριψ

εὔ-τριψ, ιβος, = εὐτριβής, nur Nic. Al. 44 in der Form ἐΰτριβι, wofür Lob. ἐνὶ τρυγί ändert.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θησειότριψ — θησειότριψ, ὁ (Α) αυτός που έχει καταφύγει και διαμένει στο Θησείο, δραπέτης δούλος ή εγκληματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησείον + τριψ (< τρίβω «περνώ τον καιρό μου»), πρβλ. αστύ τριψ, οικό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… …   Dictionary of Greek

  • πορνότριψ — ιβος, ὁ Α αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ, σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • χοιρότριψ — τριβος, ὁ, Α χοιρόθλιψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αἰγό τριψ, σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • παιδότριψ — παιδότριψ, ιβος, ὁ (Α) ο παιδοτρίβης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αγωνό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • παλίντριψ — παλίντριψ, ιβος, ὁ, ἡ (Α) παλιντριβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • σκευότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συντρίβει σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • τρίψιμο — το / τρίψιμον, ΝΜ νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρίβω, μεταβολή στερεού σε σκόνη («το τρίψιμο τού πιπεριού») 2. τριβή («με το τρίψιμο παράγεται θερμότητα») 3. φθορά που οφείλεται σε συνεχή τριβή («το τρίψιμο τού μανικιού τής μπλούζας») 4. θεραπευτική …   Dictionary of Greek

  • τριψείδιον — και τριψίδιον, τὸ, ΜΑ, και τριψίδιν Μ είδος μπαχαρικού, πιθανώς η κανέλα μσν. (στον τ. τριψίδι[ο]ν) (με σημ. επιθ.) αλεσμένος, κοπανιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. ταξ [ε] ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”