εὔ-σημος

εὔ-σημος

εὔ-σημος, 1) mit gutem Zeichen, guter Vorbedeutung, εὔσ. φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; ἐνορᾷ τι τοῖς ἱερείοις εὔσημον Plut Caes. 43. – 2) leicht erkennbar, deutlich, Aesch. Suppl. 695, der es auch mit dem partic. vrbdt, καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῠν ἔτ' εὔσημος πόλις Ag. 792, aus dem Rauche erkennt man, daß die Stadt eingenommen; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1008, deutlich, zu verstehen; in späterer Prosa, ἴχνη Theophr.; περιγραφή Pol. 10, 44, 9, öfter Plut. – Adv. εὐσήμως, z. B. ἔχειν Arist. Meteor. 2, 6; gtrab. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σῆμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σήμος — Έλληνας περιηγητής και γραμματικός, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Λέγεται πως ήταν από τη Δήλο, γι’ αυτό και αποκαλείται Δήλιος. Ωστόσο άλλοι τον αποκαλούν Ηλείο. Έχουν σωθεί μόνον αποσπάσματα από τα έργα του Περί Περγάμου, Περί Δήλου και Περί Πάρου …   Dictionary of Greek

  • Σῆμον — Σῆμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σήμου — Σῆμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σήμων — Σῆμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόσημος — η, ο (Μ ἑτερόσημος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει άλλο σημείο, αυτός που δηλώνεται με άλλο σημείο 2. μαθ. (ειδ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ετερόσημοι οι αλγεβρικοί αριθμοί που έχουν αντίθετο πρόσημο (θετικό ή αρνητικό), αυτοί που δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

  • θεόσημος — θεόσημος, ον (Α) 1. αυτός που φανερώνει τη θέληση τού θεού 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόσημον η θεοσημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σημος (< σήμα), πρβλ. ά σημος, επί σημος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόσημος — ἰδιόσημος, ον (Α) αυτός που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σημος (< σήμα), πρβλ. εύ σημος, πολύ σημος] …   Dictionary of Greek

  • κακόσημος — η, ο (Α κακόσημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή σημασία αρχ. αυτός που προαναγγέλλει κακά, ο δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διό σημος, ομοιό σημος. Με τη νεοελλ. σημ. η λ. αποτελεί απόδοση τού ξεν. pejorative… …   Dictionary of Greek

  • μακρόσημος — μακρόσημος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει μακρύ γύρο, μακριά παρυφή, μακρύ κράσπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σῆμα (πρβλ. ά σημος, πολύ σημος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”