Σῆμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμος — Έλληνας περιηγητής και γραμματικός, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Λέγεται πως ήταν από τη Δήλο, γι’ αυτό και αποκαλείται Δήλιος. Ωστόσο άλλοι τον αποκαλούν Ηλείο. Έχουν σωθεί μόνον αποσπάσματα από τα έργα του Περί Περγάμου, Περί Δήλου και Περί Πάρου … Dictionary of Greek
Σῆμον — Σῆμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμου — Σῆμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμων — Σῆμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσημος — η, ο (Μ ἑτερόσημος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει άλλο σημείο, αυτός που δηλώνεται με άλλο σημείο 2. μαθ. (ειδ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ετερόσημοι οι αλγεβρικοί αριθμοί που έχουν αντίθετο πρόσημο (θετικό ή αρνητικό), αυτοί που δεν είναι… … Dictionary of Greek
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
θεόσημος — θεόσημος, ον (Α) 1. αυτός που φανερώνει τη θέληση τού θεού 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόσημον η θεοσημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σημος (< σήμα), πρβλ. ά σημος, επί σημος] … Dictionary of Greek
ιδιόσημος — ἰδιόσημος, ον (Α) αυτός που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σημος (< σήμα), πρβλ. εύ σημος, πολύ σημος] … Dictionary of Greek
κακόσημος — η, ο (Α κακόσημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή σημασία αρχ. αυτός που προαναγγέλλει κακά, ο δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διό σημος, ομοιό σημος. Με τη νεοελλ. σημ. η λ. αποτελεί απόδοση τού ξεν. pejorative… … Dictionary of Greek
μακρόσημος — μακρόσημος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει μακρύ γύρο, μακριά παρυφή, μακρύ κράσπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σῆμα (πρβλ. ά σημος, πολύ σημος)] … Dictionary of Greek