- εὔ-σηπτος
εὔ-σηπτος, leicht faulend, Arist. part. anim. 5, 4; Plut. qu. nat. 2 im compar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σηπτος, leicht faulend, Arist. part. anim. 5, 4; Plut. qu. nat. 2 im compar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηπτός — ή, όν, Α [σήπομαι] 1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῡ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.) 2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» σηπτικόν φάρμακον) … Dictionary of Greek
σηπτά — σηπτός converted into excrement neut nom/voc/acc pl σηπτά̱ , σηπτός converted into excrement fem nom/voc/acc dual σηπτά̱ , σηπτός converted into excrement fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπτῶν — σηπτός converted into excrement fem gen pl σηπτός converted into excrement masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπτόν — σηπτός converted into excrement masc acc sg σηπτός converted into excrement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπταῖς — σηπτός converted into excrement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπταί — σηπτός converted into excrement fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπτοῖς — σηπτός converted into excrement masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπτοῖσι — σηπτός converted into excrement masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπτή — σηπτός converted into excrement fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπτῷ — σηπτός converted into excrement masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσηπτος — εὔσηπτος, ον (Α) αυτός που σαπίζει εύκολα («κρεῶν ἑώλων εὔσηπτος ἡ φύσις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σηπτός (< σήπομαι «σαπίζω»)] … Dictionary of Greek