- εὔ-σκαλμος
εὔ-σκαλμος, mit guten Ruderpflöcken, übh. wohlberudert, Conj. von Reiske in Anyte 12 (VII, 215).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σκαλμος, mit guten Ruderpflöcken, übh. wohlberudert, Conj. von Reiske in Anyte 12 (VII, 215).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαλμός — σκαλμός, ο και σκαρμός, ο κυλινδρικός πάσσαλος στην κουπαστή της βάρκας που συγκρατεί το κουπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαλμός — pin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… … Dictionary of Greek
σκαλμοῖς — σκαλμός pin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοῖσι — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοῖσιν — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοί — σκαλμός pin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμοῦ — σκαλμός pin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμούς — σκαλμός pin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμῷ — σκαλμός pin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμόν — σκαλμός pin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)