εὔ-πρηκτος

εὔ-πρηκτος

εὔ-πρηκτος, -πρηξίη, ionisch = εὔπρακτος, -πραξία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρηκτός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. πρακτός …   Dictionary of Greek

  • πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”