- εὔ-πρηστος
εὔ-πρηστος, heftig angefacht, erregt, ἀϋτμή, vom Wehen des Blasebalgs, Il. 18, 471, was auch "heftig (das Feuer) anfachend" erkl. wird, vgl. Buttm. Lexil. I S. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-πρηστος, heftig angefacht, erregt, ἀϋτμή, vom Wehen des Blasebalgs, Il. 18, 471, was auch "heftig (das Feuer) anfachend" erkl. wird, vgl. Buttm. Lexil. I S. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρήστος — και ιδιωμ. τ. πρήσκος, ο, Ν [πρήζω / πρήσκω] 1. το άγουρο σύκο όταν είναι φουσκωμένο 2. φουσκωμένη κοιλιά από δυσπεψία … Dictionary of Greek
ευέμπρηστος — εὐέμπρηστος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να κάψει, να πυρπολήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ πρηστος (< εμ πίμπρημι), πρβλ. δυσ έμ πρηστος] … Dictionary of Greek
εύπρηστος — η, ο (ΑΜ εὔπρηστος, ον) αυτός που καίγεται εύκολα, ο εύφλεκτος αρχ. (φρ) «εὔπρηστος ἀυτμή» δυνατό φύσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρηστος (< πίμπρημι «καίω»)] … Dictionary of Greek