εὐ-ᾱερία

εὐ-ᾱερία

εὐ-ᾱερία, , gute, milde Luft, neben εὐδία Plut. an seni ger. resp. 7; a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αέρια, ευγενή — Αέρια που έχουν συμπληρωμένη την εξωτερική ηλεκτρονική τους στιβάδα (δύο ηλεκτρόνια το ήλιο και οκτώ τα υπόλοιπα) και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν την τάση ούτε να αποβάλλουν ούτε να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να είναι χημικά αδρανή,… …   Dictionary of Greek

  • αέρια — I Αρχαία ονομασία της Αιγύπτου, από τη μητέρα του Αιγύπτου Αγχιρρόη, που λεγόταν και Α. Η ίδια ονομασία δινόταν στην Κρήτη, στη Θεσσαλία, στη Θάσο και στην Κύπρο, όπου λάτρευαν την Α. Αφροδίτη. II (Αστρον.).Αστεροειδής γνωστός με τα στοιχεία 1893 …   Dictionary of Greek

  • αέρια, βιομηχανικά — Τα α. που χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία ή για οικιακές ανάγκες. Φέρονται συνήθως σε υγρή κατάσταση υπό πίεση (βλ. λ. αέριο) …   Dictionary of Greek

  • αέρια, πολεμικά — Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από… …   Dictionary of Greek

  • ἀερία — ἀ̱ερίᾱ , ἀέριος misty fem nom/voc/acc dual ἀ̱ερίᾱ , ἀέριος misty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίᾳ — ἀ̱ερίᾱͅ , ἀέριος misty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέρια — ἀ̱έρια , ἀέριος misty neut nom/voc/acc pl ἀ̱έρια , ἀέριος misty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρανή αέρια — Βλ. λ. αέρια ευγενή …   Dictionary of Greek

  • ευγενή αέρια — Ομάδα αδρανών χημικών στοιχείων, τα οποία δεν αντιδρούν με κανένα στοιχείο. Είναι τα: ήλιο, νέον, αργό, κρυπτό, ξένο, ραδόνιο. Βλ. λ. αέρια, ευγενή …   Dictionary of Greek

  • γήινα αέρια — Στη γεωλογία, τα γ.α. αποτελούν φυσική έκλυση εύφλεκτων αερίων, που συνίστανται από κεκορεσμένους και ακόρεστους υδρογονάνθρακες. Εμφανίζονται σε μαργαϊκά και αργιλικά εδάφη, σε βάθος και υπό πίεση και οφείλονται σε υπόγεια κυκλοφορία νερού.… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”