- εὐ-ᾱνωρ
εὐ-ᾱνωρ, dor. = εὐήνωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ᾱνωρ, dor. = εὐήνωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπεσάνωρ — ή λιπεσήνωρ ορος, ἡ (Α) (για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ παρεκτεταμένη μορφή τού λιπ(ο) * + ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσ άνωρ, πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
πειθάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ άνωρ] … Dictionary of Greek
ποιμάνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αρχηγός, ηγεμόνας λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φιλ άνωρ] … Dictionary of Greek
πολυάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής 2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα 3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία β) «γυνή πολυάνωρ» γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] … Dictionary of Greek
τριάνωρ — ορος, ἡ, Α (για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
τρυσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< τρυσι (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ άνωρ] … Dictionary of Greek
φοβεσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φοβίζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι) (< φοβῶ) + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λιπεσ άνωρ. Η μορφή τού α συνθετικού κατά το αρχεσι (< αρχε * κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε σι , πρβλ. ἀλγεσί θυμος, ἀλφεσί… … Dictionary of Greek
φυξάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός ή αυτή που αποφεύγει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. στυγ άνωρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε φυξανορία] … Dictionary of Greek
ψευδάνωρ — ορος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
αλεξάνωρ — ἀλεξάνωρ, ο (Α) (δωρικός τύπος τού ἀλεξήνωρ*) αυτός που βοηθά τους ανθρώπους (αναφέρεται σε γιατρό). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + άνωρ < ἀνήρ] … Dictionary of Greek