- πυρι-κᾱής
πυρι-κᾱής, ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-κᾱής, ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοκαής — ές (Α ἡλιοκαής, ές) ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καης (< καίω), πρβλ. δια καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
ιπνοκαής — ἰπνοκαής, ές (Α) ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καής (< καίω), πρβλ. ηλιο καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
νεοκαής — νεοκαής, ές (Μ) αυτός που κάηκε πρόσφατα, νεοκαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καής (< καίω), πρβλ. πυρι καής] … Dictionary of Greek
πυρικαής — ές, Α 1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται 2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καής (< θ. καη , πρβλ. αόρ. ἐ κάη ν τού καίω), πρβλ. ηλιο καής] … Dictionary of Greek