- εὐ-ίᾱτος
εὐ-ίᾱτος, wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ίᾱτος, wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιάτος — ἰᾱτος, ον (Α) 1. ο παρασκευασμένος από ία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰᾱτον ποτό παρασκευασμένο από μέλι, κρασί και άρωμα ίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ία, πληθ. τού ίον «μενεξές»] … Dictionary of Greek
ιατός — ή, ό (ΑΜ ἰατός, ή, όν) ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε τος τού ρ. ιάομαι, ώμαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος] … Dictionary of Greek
ἰατός — ἰᾱτός , ἰατός curable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατά — ἰατά̱ , ἰατής masc nom/voc/acc dual ἰατής masc voc sg ἰατής masc nom sg (epic) ἰᾱτά , ἰατός curable neut nom/voc/acc pl ἰᾱτά̱ , ἰατός curable fem nom/voc/acc dual ἰᾱτά̱ , ἰατός curable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατῶν — ἰατής masc gen pl ἰᾱτῶν , ἰατός curable fem gen pl ἰᾱτῶν , ἰατός curable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατόν — ἰᾱτόν , ἰατός curable masc acc sg ἰᾱτόν , ἰατός curable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ecole de la Salpetriere — École de la Salpêtrière (hypnose) Pour les articles homonymes, voir École de la Salpêtrière. Une Leçon clinique … Wikipédia en Français
École de Paris (psychologie) — École de la Salpêtrière (hypnose) Pour les articles homonymes, voir École de la Salpêtrière. Une Leçon clinique … Wikipédia en Français
École de la Salpêtrière (hypnose) — Pour les articles homonymes, voir École de la Salpêtrière. Une Leçon clinique à la Salpêtrière, tableau d André Brouillet … Wikipédia en Français
École de la salpêtrière — (hypnose) Pour les articles homonymes, voir École de la Salpêtrière. Une Leçon clinique … Wikipédia en Français
ανίατος — η, ο (Α ἀνίατος, ον) [ιατός] αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων») αρχ. 1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται… … Dictionary of Greek