- εὐ-ίλᾶτος
εὐ-ίλᾶτος, sehr gnädig, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ίλᾶτος, sehr gnädig, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευίλατος — εὐίλατος, ον (ΑΜ) ο πολύ φιλεύσπλαγχνος, ο ελεήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ίλατος (< ιλάσκομαι), πρβλ. αν ίλατος] … Dictionary of Greek