- εὐ-έμ-βλητος
εὐ-έμ-βλητος, leicht einzurenken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έμ-βλητος, leicht einzurenken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλητός — stricken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* … Dictionary of Greek
βλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχθεί χτύπημα με βλήμα: Το στρατηγείο του εχθρού βρίσκεται σε βλητή απόσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλητῶν — βλητός stricken fem gen pl βλητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληταί — βλητός stricken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοί — βλητός stricken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοῦ — βλητός stricken masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητούς — βλητός stricken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek