- εὐ-έανος
εὐ-έανος, wohl gekleidet, Δημήτηρ Mosch. 4, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έανος, wohl gekleidet, Δημήτηρ Mosch. 4, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εανός — ἐανός, ή, όν (Α) 1. (για ρούχα) λεπτός, ωραίος, κομψός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐανός α) λεπτό φόρεμα β) ιστίο πλοίου … Dictionary of Greek
ἑανός — fine masc nom sg ἑᾱνός , ἑανός fine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανῶν — ἑανός fine masc gen pl ἑᾱνῶν , ἑανός fine fem gen pl ἑᾱνῶν , ἑανός fine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανόν — ἑανός fine masc acc sg ἑᾱνόν , ἑανός fine masc acc sg ἑᾱνόν , ἑανός fine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανοῖο — ἑανός fine masc gen sg (epic) ἑᾱνοῖο , ἑανός fine masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανοί — ἑανός fine masc nom/voc pl ἑᾱνοί , ἑανός fine masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανοῦ — ἑανός fine masc gen sg ἑᾱνοῦ , ἑανός fine masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανούς — ἑανός fine masc acc pl ἑᾱνούς , ἑανός fine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑανῷ — ἑανός fine masc dat sg ἑᾱνῷ , ἑανός fine masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέανος — εὐέανος, ον (Α) ντυμένος με ωραία και πλούσια ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εανός «λεπτός, κομψός»] … Dictionary of Greek
οιέανος — οἰέανος, ον (Α) αυτός που έχει μόνο ένα ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ἐανός «κομψός» (για ενδύματα)] … Dictionary of Greek